- νυκτίφαντος
- νυκτῐ-φαντος, ον,A appearing by night,
ὀνείρατα A.Pr.657
(cod. [voice] Med., cf. sq.) : generally, nightly,νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀνείρατα A.Pr.657
(cod. [voice] Med., cf. sq.) : generally, nightly,νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτίφαντος — νυκτίφαντος, ον (Α) 1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.) 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό φαντος] … Dictionary of Greek
νυκτίφαντον — νυκτίφαντος appearing by night masc/fem acc sg νυκτίφαντος appearing by night neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφαντος — η, ο (AM ἄφαντος, ον) 1. αυτός που εξαφανίστηκε 2. αφανής, αόρατος 3. αφανής, άσημος νεοελλ. 1. απρεπής, αταίριαστος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. 1. ασαφής, σκοτεινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. +… … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek